Πιοτρ

Πιοτρ
Ρώσος μητροπολίτης (13ος – 14ος αι.). Καταγόταν από τη νοτιοδυτική Ρωσία. Σε τοποθεσία κοντά στον ποταμό Ρατ ίδρυσε ένα μοναστήρι του οποίου έγινε ηγούμενος. Το 1308, με τη βοήθεια του πρίγκιπα Γιούρι Λβόβιτς Γκαλίτσκι, διορίστηκε από τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης μητροπολίτης της Ρωσίας. Η επιδίωξη του μεγάλου πρίγκιπα Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς Τβέρσκι να τοποθετήσει μητροπολίτη ευνοούμενό του πρόσωπο, προκάλεσε μακροχρόνια έχθρα ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Π., που είχε ζητήσει τη βοήθεια της Μόσχας. Η συμμαχία του Π. με τη Μόσχα εδραίωσε τη θέση του και ενίσχυσε τους Μοσχοβίτες πρίγκιπες. Ο Π. μετέφερε την έδρα της Μητρόπολης από το Βλαντιμίρ στη Μόσχα, όπου απέκτησε μεγάλες εκτάσεις γης. Στη Μόσχα έχτισε τον καθεδρικό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Έγραψε διδαχές και επιστολές και ασχολήθηκε κυρίως με την εικονογραφία. Η Ρωσική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πιοτρ, Ιβέρ — (412 – 488). Χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος. Γιος Γεωργιανού βασιλιά, πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου επιδόθηκε στη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, της φιλοσοφίας και άλλων επιστημών. Με την καθοδήγησή του ιδρύθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Πιοτρ, Ράρες — Ηγεμόνας του μολδαβικού πριγκιπάτου (1527 38 και 1541 46). Ήταν γιος του Στεφάνου του Μεγάλου. Ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του, που αποσκοπούσε στη στερέωση της κεντρικής εξουσίας. Στηριγμένος στους μικρούς βογιάρους περιόρισε την επιρροή… …   Dictionary of Greek

  • Βαγρατιόν, Πιοτρ — (Piotr Ivanovich Bagration, 1765 1812). Ρώσος πρίγκιπας και στρατηγός, τελευταίος απόγονος της γεωργιανής δυναστείας των Βαγρατιδών. Αρχικά ονομαζόταν Δαβίδ –κάτι που τον έκανε να καυχιέται για την εβραϊκή καταγωγή του– μετά όμως από τη… …   Dictionary of Greek

  • Κροπότκιν, Πιοτρ Αλεξέγεβιτς — (Piotr Alekseyevich Kropotkin, Μόσχα 1842 – Ντιμιτρόφ 1921). Ρώσος πρίγκιπας, γεωγράφος, κοινωνιολόγος και θεωρητικός του αναρχισμού. Ήταν ευγενικής καταγωγής και διετέλεσε αξιωματικός των Κοζάκων. Η αντιπάθειά του προς την αυλική ζωή τον οδήγησε …   Dictionary of Greek

  • Βιάζεμσκι, Πιοτρ Αντρέγεβιτς — (Μόσχα 1792 – Μπάντεν Μπάντεν 1878).Ρώσος ποιητής και κριτικός. Υπήρξε επίσης πολιτικός, διπλωμάτης και δημοσιογράφος. Μαζί με τον Γιάζικοφ θεωρείται ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής του ρεύματος που άρχισε με τον Πούσκιν. Λογοτέχνης με πολυμερή… …   Dictionary of Greek

  • Βράνγκελ, Πιοτρ Νικολάγιεβιτς, βαρόνος — (Baron Piotr Nikolayevich Wrangel, 1878 – 1928). Ρώσος στρατηγός. Σπούδασε μεταλλειολόγος και κατατάχτηκε εθελοντής στο σύνταγμα έφιππης φρουράς της Πετρούπολης. Το 1902 έγινε αξιωματικός και πήρε μέρος στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, όπως αργότερα και …   Dictionary of Greek

  • Καπίτσα, Πιοτρ Λεονίντοβιτς — (Piotr Leonidovich Kapitsa, 1894 – 1984). Ρώσος φυσικός. Σπούδασε στο τμήμα φυσικής του πολυτεχνείου της Πετρούπολης και στη συνέχεια εργάστηκε στο ίδιο πολυτεχνείο ως βοηθός. Σύντομα όμως βρέθηκε στην Αγγλία, όπου εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Καφάροφ, Πιοτρ Ιβάνοβιτς — (1817 – 1878). Ρώσος σινολόγος. Σπούδασε στην ιερατική σχολή του Καζάν και μετά στη θεολογική ακαδημία της Μόσχας. Το 1840, ως μέλος θρησκευτικής αποστολής, έφτασε στο Πεκίνο και έμεινε εκεί συνολικά 38 χρόνια. Αφοσιώθηκε κυρίως στη μελέτη της… …   Dictionary of Greek

  • Κλοντ, Πιοτρ Κάρλοβιτς — (Petr Karlovitch Klodt, 1805 – 1867). Ρώσος γλύπτης. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης, όπου το 1838 διορίστηκε καθηγητής. Ο Κ. ήταν επικεφαλής του εργαστηρίου της χύτευσης. Τα γλυπτά του, είτε αφορούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Κοζλόφ, Πιοτρ Κουζμίτς — (Pyotr Kuzmich Kozlov, Σμολένσκ 1863 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1935). Ρώσος εξερευνητής. Συμμετείχε σε πολλές αποστολές της χώρας του. Το 1899 1901 οδήγησε μια αποστολή στον άνω ρου των ποταμών Χουανχέ, Γιανγκτσέ και Μεκόνγκ, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”